- σηματολόγιο
- το, Ν1. βιβλίο που περιέχει την ερμηνεία και την αντιστοιχία τών ναυτικών σημάτων μιας χώρας2. βιβλίο δημόσιας υπηρεσίας ή μιας επιχείρησης στο οποίο έχουν καταγραφεί τα εμπορικά ή βιομηχανικά σήματα που έχουν κατατεθεί3. φρ. «διεθνές σηματολόγιο» — βιβλίο με τα σήματα και τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται για την ακριβή συνεννόηση μεταξύ πλοίων διαφορετικής εθνικότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, -ατος + -λόγιο. Η λ., στον λόγιο τ. σηματολόγιον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.